ἐπέβη

ἐπέβη
ἐπιβαίνω
go upon
aor ind act 3rd sg
πέσσω
Acut. (Sp.)
aor ind pass 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • вьрхъ — ВЬРХ|Ъ (201), ОУ с. 1. Верхняя часть чего л.; вершина, верхушка: положь сию просфѹрѹ на ст҃ѣмь блюдѣ. перъстомъ показаѩ верхъ е˫а. КР 1284, 274б; и постави скѹделницю… и пристави мужа возити мьртвьцѩ… и та(к) беспрестани по всѩ дни влагаше. и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επιβαίνω — ἐπιβαίνω (Α) [βαίνω] 1. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο 2. βατεύω, οχεύω μσν. νεοελλ. ανέρχομαι αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή εκτελώ επισκοπικά έργα έξω από τα όρια τής επισκοπής μου αρχ. μσν. 1. πατώ πάνω σε κάτι («μηδέποτε ἐπιβήσονται… …   Dictionary of Greek

  • λευκόπωλος — λευκόπωλος, ον (Α) αυτός που έχει λευκούς ίππους («καὶ τέθριππον ὑποζευξάμενος λευκόπωλον ἐπέβη», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + πῶλος «νεαρός ίππος»] …   Dictionary of Greek

  • επιβαίνω — επιβαίνω, (επέβη επέβησαν), (να επιβώ) βλ. πίν. 145 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”